Άνοιξα το ξεχασμένο pc για να τραβήξω κάτι αρχεία που χρειαζόμουν και δεν είχα μεταφέρει. Και με βρήκα μέσα. Νεότερο κατά μία δεκαετία. Φαντάρο. Στα 24-25 μου. Και λίγο μετά. Κατέβασα τα αρχεία που χρειαζόμουν κι άρχησα να ανοίγω τα άλλα. Βρήκα το "maybe" στην αρχική του μορφή. Βρήκα κείμενα για το site του Μελωδία. Κείμενα για διάφορα περιοδικά που είχα γράψει όταν ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Και πολλά κείμενα για την "Κεκρωπία". Εφημερίδα του Κορωπιού όπου μεγάλωσα και έγραφα σταθερά. Υπήρξα και αρχισυντάκτης. Σκατά αρχισυντάκτης. Ε, συγκινήθηκα. Και έφερα τούτο 'δω μαζί μου (έφερα κι ένα ακόμα, αλλά δισκέτα δεν συνεργάζεται). Τότε που ήμουν σμηνίτης και το έστειλα για να δημοσιευτεί από την ακριτική Καλαμάτα. Ανάμεσα σε τόνους άπλυτων πιάτων και τεράστιων ταψιών. Ανάμεσα στη λάτζα και την εορταστική άδεια, τούτο εδώ:
"Χριστούγεννα... Έτσι επετειακά και για το καλό των ημερών είπα να επιστρέψω. Πιο παλιός τώρα..., όχι ότι σημαίνει τίποτα δηλαδή, εγώ βαριέμαι το ίδιο. Απλά, δεν ξυρίζομαι καθημερινά, οι μπότες μου κουβαλάνε για αρκετές μέρες την σκόνη τους, πάνε οι προσευχές, πάει και η ορθοστασία, τώρα τ’ ακουστικά προβάλλουν θρασύτατα από την τσέπη, μπορώ ακόμα και να ανοιγοκλείνω τα μάτια μου χωρίς το μαρς. Α! και η σημαία αρχίζει να ξεθωριάζει μέσα μου.
Έπαρση καθημερινά, με ντουντούκες και εμβατήρια, χωρίς έπαρση και εθνική υπερηφάνεια πλέον. Ένα λουλακί πανί που ανεβαίνει στον ιστό. Ρούχα μαζί που πλύθηκαν. «Ο Οδυσσέας» του Τάσου Ρούσσου με παρηγορεί: «Η Πατρίδα μας είμαστε εμείς. Αυτά που κουβαλάμε στα σωθικά μας ή στην άκρη του νου και έρχονται ξαφνικά, καθώς γίνονται εικόνες, δέντρα, και θάλασσες, η Πηνελόπη, το μωρό μας στην κούνια και το κουφάρι του Έκτορα...» Ηρεμεί την συνείδησή και τον πατριωτισμό μου που ποτέ δεν διεκδικούσε δάφνες.
Είπα να γίνω Χριστουγεννιάτικος, αλλά βρήκα την μια κλάρα του Αλεξανδριανού στην αυλή τσακισμένη και τις κόκκινες γιορτινές κορφές της μαραμένες. Την έριξαν κάτω οι βροχές και όταν έφτασα εγώ ήταν πολύ αργά. Δεν πρόλαβα να τη σώσω σ’ ένα βάζο μέχρι τις γιορτές. Έμεινε η άλλη να παλεύει με τον καιρό και να με προκαλεί να την στολίσω. Αντιστέκομαι.
Τα φετινά Χριστούγεννα πήρα απόφαση να μην μετρήσουν έτσι όπως μου τα κατάντησαν. «Εορταστική Άδεια» μου λένε. Πειράζει που εγώ το λέω ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ και δεν έχει τίποτα να κάνει με τη γελοιότητα ενός στρατοπέδου; Τίποτα να κάνει με την άρρωστη εικόνα των φαντάρων με τη φόρμα αγγαρείας να κρεμάνε στολίδια, γιρλάντες και λαμπιόνια. Όποιος βρει το φλουρί παίρνει πέντε ημέρες τιμητική, μόνο που δεν ξέρω αν θ’ αντέξει το βλέμμα των άλλων τριακοσίων που θα έχουν φάει απλά ένα κομμάτι με αμύγδαλο.
Στην υγειά του χαμένου χρόνου λοιπόν. Και ας πίστευα πάντα πως το 7 ήταν ο τυχερός μου αριθμός. Φοβάμαι μόνο γιατί κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς η μαμά μου θύμιζε πως «όπως μας βρει ο καινούριος χρόνος έτσι και θα κυλήσει». Δηλαδή αν φορέσω τα πολιτικά μου, το σκάσω από το σύρμα και πάω να στολίσω το Αλεξανδριανό μου λες να έχω ελπίδες;"