Τι έκανες το Σαββατοκύριακο
Το Σάββατο δεν κάναμε τίποτα. Ο μπαμπάς και η μαμά κάθονταν όλη την ημέρα στο σπίτι και έβλεπαν τηλεόραση. Η μαμά έκλαιγε. Ο μπαμπάς έβριζε. Έλεγε αυτές τις κουβέντες που εγώ δεν κάνει να λέω, αλλά οι μεγάλοι λέει μπορούν σε κάποιες περιπτώσεις. Η γιαγιά κάτι μουρμούραγε, αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Τραγούδαγε σαν να έκλαιγε και αυτή. Στην τηλεόραση φώναζαν και έκαιγαν. Εμένα κάτι εδώ μέσα με πόναγε. Και ήταν σαν να θέλω να κλαίω κι εγώ. Στην τηλεόραση φώναζαν και έκαιγαν. Τα έκαιγαν όλα. Πήρα το ποτήρι που έπινα νερό και το έριξα στην τηλεόραση για να σβήσει η φωτιά. Ο μπαμπάς πήγε να φωνάξει. Η μαμά τον σταμάτησε και τώρα έκλαιγε περισσότερο. Δεν ξέρω γιατί. Αφού τα σκούπισα μετά τα νερά. Έπαιξα μετά λίγο και μετά πήγα για ύπνο. Στο δωμάτιο μου άκουγα την τηλεόραση που φώναζε. Δεν την έβλεπα να καίει και νόμιζα ότι την έσβησα την φωτιά. Την Κυριακή το πρωί η μαμά μαγείρευε, η γιαγιά κάτι μουρμούραγε και ο μπαμπάς είχε μαζέψει κάτι παλιά ρούχα κι άλλα πράγματα και τα φόρτωνε στο αμάξι. Η τηλεόραση πάλι φώναζε και έκαιγε. Πάλι πρέπει να την βρέξω, σκέφτηκα, αλλά δεν πρόλαβα γιατί ο μπαμπάς με φώναξε έξω. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε κάπου που δεν ξέρω, αλλά όλοι έβγαζαν από το αυτοκίνητό τους πράγματα και μετά τα φόρτωναν σε μεγαλύτερα αυτοκίνητα. Εκεί πιο κάτω ένας κύριος με χαρτιά ρώτησε τον μπαμπά μου τι θα ψηφίσει. Ο μπαμπάς έβριζε. Έλεγε αυτές τις κουβέντες που εγώ δεν κάνει να λέω, αλλά οι μεγάλοι λέει μπορούν σε κάποιες περιπτώσεις. Μετά ο μπαμπάς έλεγε πράγματα που εγώ δεν καταλάβαινα. Το μόνο που κατάλαβα είναι ότι κάτι μεγάλοι είναι για κλάματα. Οι ίδιοι αυτοί οι μεγάλοι που μαύρισαν την Ελλάδα τώρα πρέπει να μαυρίσουν κι αυτοί. Να τους μαυρίσουμε είπε ο μπαμπάς. Δεν καταλαβαίνω πως, αλλά αφού το είπε ο μπαμπάς έχει δίκιο. Όταν πήγαμε σπίτι εγώ ζωγράφισα δύο μεγάλους μαύρους ανθρώπους. Ο μπαμπάς πήγε να γελάσει, αλλά μετά είπε στην μαμά πως και ακόμα κι ένα μικρό παιδί καταλαβαίνει και μετά νευρίασε που κάποιοι άλλοι δεν καταλαβαίνουν και έδειχνε την τηλεόραση. Σ' ένα μικρό παραθυράκι πάνω πάνω η τηλεόραση έκαιγε, αλλά όλα τ' άλλα ήταν χρωματιστά. Ένα μεγάλο μπλε σχήμα, ένα μεγάλο πράσινο σχήμα, ένα μικρό κόκκινο, ένα μικρό πορτοκαλί κι ένα άλλο μικρό κι ένα μεγάλο γκρι. Ο μπαμπάς έλεγε πως κάτι μπορεί να γίνει ακόμα. Και δεν έβριζε αλλά ήταν πολύ σκεφτικός. Μετά άλλαξε κανάλι. Η τηλεόραση φώναζε και έκαιγε. Ο μπαμπάς έβριζε. Έλεγε αυτές τις κουβέντες που εγώ δεν κάνει να λέω, αλλά οι μεγάλοι λέει μπορούν σε κάποιες περιπτώσεις. Η μαμά έκλαιγε. Είχαν σκοτωθεί πολλοί άνθρωποι. Η γιαγιά έλεγε ότι είναι σαν να έγινε πόλεμος. Εγώ πήγα να μαυρίσω κι άλλους μεγάλους ανθρώπους γιατί μόνο έτσι ήταν ο μπαμπάς μου χαρούμενος. Ο μπαμπάς με κοίταγε και με χάιδευε κι έλεγε συνέχεια, «το κέρατό μου, ακόμα κι ένα μικρό παιδί καταλαβαίνει».
* γράφτηκε για την "Εκπομπή" του ΩΣ3